ευμετάβλητο

ευμετάβλητο
1) variabilité
2) variation

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ευμετάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν) η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο τού χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.) αρχ. (για τροφή)… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… …   Dictionary of Greek

  • ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • ευμετακίνητος — η, ο (ΑΜ εὐμετακίνητος, ον) αυτός που μετακινείται ή μεταβάλλεται εύκολα, ο ευμετάθετος αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζεται, που διαλύεται, που τρέπεται εύκολα σε φυγή 2. το ουδ. ως ουσ. τό εὐμετακίνητον η έλλειψη σταθερότητας, το ευμετάβλητο.… …   Dictionary of Greek

  • παλίντροπος — παλίντροπος, ον (ΑΜ) αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, παλίνδρομος αρχ. 1. αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις», Σοφ.) 2. αυτός που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, ενάντιος, αντίθετος… …   Dictionary of Greek

  • παλιμβολία — παλιμβολία, ἡ (ΑΜ) [παλίμβολος] το ευμετάβλητο, η αστάθεια τής γνώμης …   Dictionary of Greek

  • παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • τροχηλασία — ἡ, Α [τροχήλατης] 1. η ενέργεια τού τροχηλατῶ*, οδήγηση άρματος, αρματηλασία 2. μτφ. το ευμετάβλητο τής ανθρώπινης ζωής …   Dictionary of Greek

  • υγρόνους — ουν και οος, οον, Α αυτός που έχει αδύναμο, δηλαδή ευμετάβλητο νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + νους / νοος (< νόος, νοῦς), πρβλ. θερμό νους] …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”